Στις 8 Σεπτεμβρίου του 2001 ο Λάιλ Οβερκο βρισκόταν στην αγαπημένη του Αφρική. Εδώ και μερικούς μήνες ζούσε στην Τανζανία με τη σύντροφό του, μια νορβηγίδα δημοσιογράφο. Την ημέρα εκείνη της ανακοίνωσε ότι θα επέστρεφε στη Νέα Υόρκη. Είχε ανάγκη από χρήματα. Οι αντιρρήσεις της δεν τον έκαμψαν. Τα ξημερώματα της 11ης Σεπτεμβρίου βρίσκεται στο στούντιό του. Εχει ξυπνήσει από το τζετ λανγκ και δουλεύει στον υπολογιστή. Λίγες ώρες αργότερα θα ακούσει τον «πιο τρομερό ήχο που μπορούσα να φανταστώ». Μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν ένας φωτορεπόρτερ από τον Καναδά που μοίραζε τη ζωή του ανάμεσα στην Αφρική και στις Ηνωμένες Πολιτείες δουλεύοντας κυρίως για ανθρωπιστικές οργανώσεις. Λίγο μετά, ο φακός του θα συνελάμβανε ίσως το πιο εμβληματικό στιγμιότυπο της τρομοκρατικής επίθεσης στους Δίδυμους Πύργους. «Φανταστείτε ένα τζετ που διαλύεται με 550 μίλια την ώρα σε εκείνο το ύψος» διηγείται στην εφημερίδα «Λα Ρεπούμπλικα». Το ανθρώπινο αυτί δεν είναι συνηθισμένο σε τίποτα παρόμοιο. "Θεέ μου" σκέφτομαι. Φοράω αμέσως ένα τζιν και μια μπλούζα. Στην πόρτα αρπάζω το σακίδιο με τη μηχανή. Ο Ντένις, ο θυρωρός, μου λέει: "Είδα ένα τζετ να πέφτει στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου". Στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου; Αρχίζω να τρέχω με όλη μου τη δύναμη προς το Μπρόντγουεϊ. Το λέω πάντα στους φοιτητές δημοσιογραφίας: πρέπει να έχεις πολύ καλή φυσική κατάσταση. Στη διασταύρωση των οδών που βρίσκεται το ξενοδοχείο "Chambers" στρίβω δεξιά. Στο επόμενο στενό και πάλι δεξιά». . πό εκείνο το σημείο ο Λάιλ Οβερκο διακρίνει για πρώτη φορά τους Δίδυμους Πύργους. Βλέποντας τον καπνό, αναρωτιέται τι έχει συμβεί. Σκέφτεται ότι πρέπει να φτάσει εκεί. Στο μυαλό του έχει ήδη τη φωτογραφία του. «Ολοι τρέχουν προς το σημείο της έκρηξης. Εγώ, όμως, θέλω να πάω από μπροστά. Ζω σε αυτή τη γειτονιά μια ζωή. Εκείνοι οι δύο πύργοι είναι τα δύο δέντρα μου. Με τον ήλιο και την ομίχλη, με τη βροχή και το χιόνι. Και τώρα θέλω να τραβήξω τους δύο πύργους μου με τον γαλάζιο ουρανό που άνοιξε έπειτα από μια νύχτα κολασμένης βροχής. Αλλά δεν είναι ακόμη η στιγμή. Τι συμβαίνει; Μόνο όταν ζουμάρω καταλαβαίνω τι φωτογραφίζω. Ανθρώπους. Ανθρώπους που πηδάνε από τα παράθυρα. Συνεχίζω να τραβάω. Πόσοι είναι; Δεν καταφέρνω να τους μετρήσω. Μια ντουζίνα. Είκοσι. Πολλοί περισσότεροι. Ο κόσμος κλαίει, ουρλιάζει. Και τότε ακούω το δεύτερο αεροπλάνο. Ακόμη μια φορά εκείνος ο τρομερός ήχος. Γυρίζω τη μηχανή μηχανικά. Πατάω τέσσερις φορές το κουμπί. Ο πύργος ακέραιος. Η έκρηξη. Ο ουρανοξύστης που γίνεται κομμάτια. Η φωτιά. Αρχίζει να βρέχει ό,τι θες. Ενας αστυνομικός μού φωνάζει: "το τράβηξες;". Ενας άλλος ουρλιάζει: "κατάσχεσέ του τη μηχανή". Είναι κι ένας τύπος κουστουμαρισμένος: "Ξέρεις τι είναι αυτό; Τζιχάντ". Ενας άλλος αστυνομικός ουρλιάζει: "Ερχεται και τρίτο αεροπλάνο". Και ο αρχηγός: "Στο διάολο, πάμε να φύγουμε από 'δώ».
Ο φωτογράφος αρχίζει να τρέχει. Φτάνει στη διασταύρωση των οδών Βέσεϊ και Τσερτς, στην εκκλησία Σεντ Πολ. «Σηκώνω για τελευταία φορά τον φακό. Συνθέτω την εικόνα στο μυαλό μου. Οι ουρανοξύστες. Οι φλόγες. Καδράρω το αέτωμα της εκκλησίας, τις φλόγες, τον ουρανό. Να η φωτογραφία, η φωτογραφία μου. Ενας άλλος τύπος με κουστούμι και γραβάτα παραπατάει ζαλισμένος. Τον παίρνω από το χέρι και τον απομακρύνω». Από εκεί, γραμμή για το εργαστήριο. Εν τω μεταξύ, καταρρέει και ο δεύτερος πύργος. Ο ουρανός σκοτεινιάζει. «Στον δρόμο μοιάζει να είναι νύχτα κι ας είναι μεσημέρι. Εκείνος ο γαλάζιος ουρανός στους πύργους μου έχει εξαφανιστεί. Ζω μια ταινία τρόμου. Επιστρέφω στον δρόμο για δουλειά. Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή. Τρεις νύχτες και τέσσερις ημέρες φωτογραφίζω σαν τρελός. Παρασκευή πρωί βγαίνω από την κόλαση. Στην έξοδο του Σόχο μιλάω για πρώτη φορά με τους δικούς μου, δεν ήξεραν εάν ήμουν ζωντανός. Πηγαίνω στη Γιούνιον Σκουέαρ για να δω έναν συνάδελφο. Εκεί υπάρχει ένα μεγάλο περίπτερο. Βλέπω μια στοίβα από τεύχη του περιοδικού «Τάιμ». Κοιτάζω το εξώφυλλο. Είμαι εγώ; Ανοίγω, διαβάζω το όνομα του φωτογράφου: Λάιλ Οβερκο. Αφήνω κάτω το περιοδικό. Ακούω μια κραυγή μέσα μου που μου λέει: "Και τώρα;"».
tanea
Ο φωτογράφος αρχίζει να τρέχει. Φτάνει στη διασταύρωση των οδών Βέσεϊ και Τσερτς, στην εκκλησία Σεντ Πολ. «Σηκώνω για τελευταία φορά τον φακό. Συνθέτω την εικόνα στο μυαλό μου. Οι ουρανοξύστες. Οι φλόγες. Καδράρω το αέτωμα της εκκλησίας, τις φλόγες, τον ουρανό. Να η φωτογραφία, η φωτογραφία μου. Ενας άλλος τύπος με κουστούμι και γραβάτα παραπατάει ζαλισμένος. Τον παίρνω από το χέρι και τον απομακρύνω». Από εκεί, γραμμή για το εργαστήριο. Εν τω μεταξύ, καταρρέει και ο δεύτερος πύργος. Ο ουρανός σκοτεινιάζει. «Στον δρόμο μοιάζει να είναι νύχτα κι ας είναι μεσημέρι. Εκείνος ο γαλάζιος ουρανός στους πύργους μου έχει εξαφανιστεί. Ζω μια ταινία τρόμου. Επιστρέφω στον δρόμο για δουλειά. Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή. Τρεις νύχτες και τέσσερις ημέρες φωτογραφίζω σαν τρελός. Παρασκευή πρωί βγαίνω από την κόλαση. Στην έξοδο του Σόχο μιλάω για πρώτη φορά με τους δικούς μου, δεν ήξεραν εάν ήμουν ζωντανός. Πηγαίνω στη Γιούνιον Σκουέαρ για να δω έναν συνάδελφο. Εκεί υπάρχει ένα μεγάλο περίπτερο. Βλέπω μια στοίβα από τεύχη του περιοδικού «Τάιμ». Κοιτάζω το εξώφυλλο. Είμαι εγώ; Ανοίγω, διαβάζω το όνομα του φωτογράφου: Λάιλ Οβερκο. Αφήνω κάτω το περιοδικό. Ακούω μια κραυγή μέσα μου που μου λέει: "Και τώρα;"».
tanea
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου